κλοπιμαίων

κλοπιμαίων
κλοπιμαί̱ων , κλοπιμαῖος
acquired by theft
fem gen pl
κλοπιμαί̱ων , κλοπιμαῖος
acquired by theft
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… …   Dictionary of Greek

  • κλεπταποδοχή — Η σκόπιμη απόκρυψη, αγορά, κτήση με τύπο ενεχύρου ή αποδοχή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο καθώς και η μεταβίβαση ή η εξασφάλιση της κατοχής από μέρους τρίτου ενός κινητού πράγματος ή τιμήματος αυτού, γνωρίζοντας ότι αυτό προέρχεται από κλοπή. Ο… …   Dictionary of Greek

  • κόβαλος — κόβαλος, ὁ (Α) 1. πανούργος, δόλιος, απατεώνας 2. είδος πτηνού που μοιάζει με την κουκουβάγια («ἔστι δὲ κόβαλος καὶ μιμητής... καθάπερ γλαῦξ», Αριστοτ.) 3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κόβαλοι κακοποιὰ δαιμονικά όντα («Βερέσχεθοί τε καὶ Κόβαλοι… …   Dictionary of Greek

  • φωρώμαι — φωρῶ, άω, ΝΜΑ [φωρά] (λόγιος τ.) παθ. φωρώμαι και φωρῶμαι, άομαι α) συλλαμβάνομαι επ αυτοφώρω, πιάνομαι στα πράσα β) αποδεικνύομαι ολοφάνερα δράστης αξιόμεμπτης πράξης (α. «φωράται αμαθής» β. «κακὸς ἐφωράθη φίλοις [ὤν]», Ευρ.) μσν. στρέφω τη… …   Dictionary of Greek

  • κατάκρυψη — η τέλεια απόκρυψη: Έκαναν κατάκρυψη των κλοπιμαίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”